- εὐμετάδοτον
- εὐμετάδοτοςreadily impartingmasc/fem acc sgεὐμετάδοτοςreadily impartingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодатьливъ — (1*) пр. То же, что благодательнъ: како же ннѩ нища мѩ оубо нарицаѥши. ѥгда же разбогатѣю. не податлива быти гл҃ши. бл҃годатлива ннѣ суща. (τὸν εὐμετάδοτον) ЖВИ XIV XV, 70в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευμετάδοτος — η, ο (ΑΜ εὐμετάδοτος, ον) 1. αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο μολυσματικός, ο μεταδοτικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετάδοτον η μεγάλη μεταδοτικότητα αρχ. αυτός που μεταδίδει εύκολα. επίρρ...… … Dictionary of Greek